- στλέγγος
- ὁ, Αβλ. στλεγγίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στλέγγος — scraper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στλεγγίδα — η / στλεγγίς, ίδος, ΝΑ, και οτεγγίς και στελγγίς και στελγίς και στελεγγίς και στεργίς και στλιγγίς και στρεγγίς και αρσ. τ. στλέγγος, Α (στην αρχ. Ελλάδα) είδος ξύστρας, συνήθως χάλκινης, σε σχήμα κυκλικού κοχλιαρίου την οποία χρησιμοποιούσαν οι … Dictionary of Greek